ελαφήσιος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

και λαφήσιος, -α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό («ελαφήσιο δέρμα, κρέας, τρέξιμο κ.λπ.»)
2. φρ. «ελαφήσιο τρέξιμο» — πολύ ταχύ
3. φρ. «ελαφήσιο βάδισμα» — ανάλαφρο, χαριτωμένο.