Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
ο, η (ΑΜ ἔλαφος)η έλαφοςτο ελάφινεοελλ.ο έλαφοςαρσενικό ελάφιαρχ.1. (για άνθρ.) δειλός2. δέρμα ελαφιού3. είδος γλυκού4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους.