έλαφος

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔλαφος)
η έλαφος
το ελάφι
νεοελλ.
ο έλαφος
αρσενικό ελάφι
αρχ.
1. (για άνθρ.) δειλός
2. δέρμα ελαφιού
3. είδος γλυκού
4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους.