Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έλαφος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔλαφος)
η έλαφος
το ελάφι
νεοελλ.
ο έλαφος
αρσενικό ελάφι
αρχ.
1. (για άνθρ.) δειλός
2. δέρμα ελαφιού
3. είδος γλυκού
4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους.