ἐλεγκτός

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγκτός Medium diacritics: ἐλεγκτός Low diacritics: ελεγκτός Capitals: ΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: elenktós Transliteration B: elenktos Transliteration C: elegktos Beta Code: e)legkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.