εκχύλισμα

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του εκχυλίζω, το προϊόν που προέρχεται από την εκχύλιση
2. χημ. φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από εξάτμιση φυτικών χυμών ή από διαλύματα που παρασκευάζονται με κατεργασία φυτικών, ζωικών ή ορυκτών προϊόντων.