εκχύλισμα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
το
1. το αποτέλεσμα του εκχυλίζω, το προϊόν που προέρχεται από την εκχύλιση
2. χημ. φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από εξάτμιση φυτικών χυμών ή από διαλύματα που παρασκευάζονται με κατεργασία φυτικών, ζωικών ή ορυκτών προϊόντων.