ελογενής
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
-ες και ελειογενής, -ές
αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί»).