ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
-ο (Μ ἑλικοφόρος, -ον)νεοελλ.1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόροπλοίο που κινείται με έλικες3. χαραγμένος με έλικεςμσν.(για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες.