ελεγείο
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐλεγεῑον)
1. δίστιχο που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο
2. θρηνητικό τραγούδι
3. πληθ. ελεγεία
ποίημα ή επιγραφή σε ελεγειακό μέτρο
αρχ.
στίχος στην ελεγειακή επιγραφή, ιδίως ο πεντάμετρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεγος. Από αυτό προήλθε το λατ. ēlogium του οποίου το αρχικό e θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως προς τα λόγος, loguī επήλθε ποιοτική μεταβολή του εσωτερικού φωνήεντος e σε ο].