ελεγείο

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐλεγεῖον)
1. δίστιχο που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο
2. θρηνητικό τραγούδι
3. πληθ. ελεγεία
ποίημα ή επιγραφή σε ελεγειακό μέτρο
αρχ.
στίχος στην ελεγειακή επιγραφή, ιδίως ο πεντάμετρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεγος. Από αυτό προήλθε το λατ. ēlogium του οποίου το αρχικό e θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως προς τα λόγος, loguī επήλθε ποιοτική μεταβολή του εσωτερικού φωνήεντος e σε ο].