έμβρυο

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

το (AM ἔμβρυον
Α και επίθ. ἔμβρυος, -ον)
το γονιμοποιημένο ωάριο από τη στιγμή που αρχίζει η διαίρεση ώς την απαλλαγή από το εμβρυϊκό περίβλημα κατά τον τοκετό
νεοελλ.
1. (για φυτά) το οργανωμένο σωμάτιο μετά τη γονιμοποίηση
2. οτιδήποτε βρίσκεται εν τη γενέσει του, προτού λάβει την οριστική του μορφή
αρχ.-μσν.
νεογνό, βρέφος
αρχ.
ως επίθ. ἔμβρυος, -ον
αυτός που αυξάνεται μέσα στη μήτραβρέφος ἔμβρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + βρύον.