εμβρυοκτόνος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Greek Monolingual
-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.