εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.