εμβρυώδης

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο ή περιέχει έμβρυο («εμβρυώδη φυτά»)
2. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση όμοια με του εμβρύου, που βρίσκεται στην αρχή της ανάπτυξής του.