έμβιος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

ο (AM ἔμβιος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος
γένος εμβιόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί
2. ισόβιος.