εμπότισμα

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα
2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.