έμπυος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)
1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος
(«έμπυον τραύμα»)
2. αυτός που προκαλεί πύον
3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο
το πύον.