Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)
1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος
(«έμπυον τραύμα»)
2. αυτός που προκαλεί πύον
3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο
το πύον.