εμψυχωτικός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος.
επίρρ...
εμψυχωτικώς, -ά
με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά.