εμψύχωση

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐμψύχωσις)
νεοελλ.
1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους
2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση
μσν.
ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή
αρχ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση.