εμψυχωτικός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος.
επίρρ...
εμψυχωτικώς, -ά
με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά.