εμψυχωτικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος.
επίρρ...
εμψυχωτικώς, -ά
με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά.
-ή, -ό
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος.
επίρρ...
εμψυχωτικώς, -ά
με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά.