εμψυχωτικός

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος.
επίρρ...
εμψυχωτικώς, -ά
με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά.