Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εναλλακτικός

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναλλακτικός, -ή, -όν)
αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση»)
αρχ.
(ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος.