εναλλακτικός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐναλλακτικός, -ή, -όν)
αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση»)
αρχ.
(ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος.