ενατένιση

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

η (AM ἐνατένισις)
έντονη παρατήρηση, προσήλωση του βλέμματος
νεοελλ.
μάθηση δι' αποκαλύψεως («έφτασαν ώς την ενατένιση της αλήθειας», Ζ. Παπαντ.).