ενατένιση
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
η (AM ἐνατένισις)
έντονη παρατήρηση, προσήλωση του βλέμματος
νεοελλ.
μάθηση δι' αποκαλύψεως («έφτασαν ώς την ενατένιση της αλήθειας», Ζ. Παπαντ.).