ενδημικός

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐνδημικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. (για φυτά και ζώα) αυτός που έχει γεωγραφική εξάπλωση μόνο σε ορισμένες περιοχές της γης
2. αυτός που επιχωριάζει, που παραμένει ή διαρκεί επί πολύ ή μόνιμα σε έναν τόπο
3. φρ. «ενδημική νόσος» — νόσος η οποία εμφανίζεται μόνιμα με πολλά περιστατικά σε κάποια γεωγραφική περιοχή
αρχ.
εκείνος που μένει μόνιμα σε κάποιο τόπο.