τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
ἐνέστιος, -ον και ἐνίστιος, -ον (Α) εστία1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα)το σφάγιο, το θύμα.