ἐνέστιος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἐνέστιον, offered at the public hearth, τὸ ἐ. θῦμα οἶν Inscr.Magn.36.20 (Ithaca):—also ἐνίστιος, ον, ib.72.40 (Syrac.):—Subst. ἐνέστιον (sc. θῦμα), τό, ib.42.12 (Corinth):—Arc. ἰνίστιον ib.38.41 (Megalop.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐνίστιος IG 92.1196.31 (III a.C.), IGDS 97.40 (Siracusa III a.C.); arcad. ἰνίστιος Maier, GMBI 34.44 (Megalópolis III a.C.)
ofrecido en el fuego en el altar de la ciudad τὸ ἐνέστιον θῦ[μ] α οἶν IG 92.1729.20 (Ítaca III a.C.), ἱερεῖον ἐ. τέλειον IG l.c., cf. IGDS l.c.
•subst. τὸ ἐ. víctima ofrecida en el fuego, IM 42.12 (Corinto III a.C.), Maier, GMBI l.c.
Greek Monolingual
ἐνέστιος, -ον και ἐνίστιος, -ον (Α) εστία
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο
2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα)
το σφάγιο, το θύμα.