ενέστιος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ἐνέστιος, -ον και ἐνίστιος, -ον (Α) εστία
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο
2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα)
το σφάγιο, το θύμα.