ενέστιος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἐνέστιος, -ον και ἐνίστιος, -ον (Α) εστία
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο
2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα)
το σφάγιο, το θύμα.