εννιάμερα

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

και νιάμερα και νιάημερα και εννεάμερα, τα (Μ ἐννιάμερα και ἐννεήμερα και νεάμερα και νιάμερα)
1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από τον θάνατο
2. φρ. «τα εννιάμερα της Παναγίας» — η απόδοση της γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που τελείται στις 23 Αυγούστου.