ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἐνόριος, -ον (AM) όριον1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.