ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ἐννεάλινος, -ον (Α)αυτός που έχει, που αποτελείται από εννέα κλωστές, νήματα («ἄρηνες ἐννεάλινοι» — δίχτια με εννέα νήματα, Ξεν.)[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + λίνον.