τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
η (AM ἐνόχλησις) ενοχλώπρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίαςνεοελλ.ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία.