Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
ἐννεάλογος, -ον (Μ)1. αυτός που περιέχει εννέα λόγους, εννέα βιβλία2. το θηλ. ως ουσ. ἐννεάλογοςσύγγραμμα χωρισμένο σε εννέα βιβλία.