ενώπιος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

(AM ἐνώπιος, -ον)
(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον
κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον
(α. «ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.
γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)
αρχ.
1. αντιμέτωπος («καί ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ΠΔ)
2. (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνωπίοις
αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῑν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνώπιον
προσωπικά, χέρι με χέρι («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)
4. φρ. «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς.
επίρρ...
ἐνωπίως
ενώπιον.