ἐξαιρετέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23. II ἐξαιρετέον one must take out, remove, τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c, cf. Tht.157b. 2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξαιρέω, ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ ἀξία τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, ἀφαιρετέον, ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ μερίδιον», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qu’il faut écarter de;
2 qu’il faut choisir.
Étymologie: ἐξαιρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser separado o expulsado ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23, c. dat. agente, X.Cyr.2.2.25.
2 de ciu. o fortalezas que debe ser tomado o conquistado Arr.An.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξαιρετέος, -α, -ον) εξαιρώ
αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί
νεοελλ.
φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» — αργία
αρχ.
φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών
β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — πρέπει να γίνει διαχωρισμός, να βγει μερίδιο για τις γυναίκες.