εξαγωγέας

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐξαγωγεύς) εξάγω
νεοελλ.
1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας»)
2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή
αρχ.
αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας ή τη βασίλισσα τών μελισσών).