εξαγωγέας

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ο (Α ἐξαγωγεύς) εξάγω
νεοελλ.
1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας»)
2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή
αρχ.
αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας ή τη βασίλισσα τών μελισσών).