εξαντλητικός

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό εξάντληση
1. αυτός που εξαντλεί, που εξασθενίζει εντελώς τις δυνάμεις («εξαντλητική δίαιτα»)
2. αυτός που εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία μιας υπόθεσης («εξαντλητική ανάκριση»).