εξαντλητικός
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
-ή, -ό εξάντληση
1. αυτός που εξαντλεί, που εξασθενίζει εντελώς τις δυνάμεις («εξαντλητική δίαιτα»)
2. αυτός που εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία μιας υπόθεσης («εξαντλητική ανάκριση»).