εξάντληση
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
η (AM ἐξάντλησις) εξαντλώ
η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα
νεοελλ.
1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα
(«εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.)
2. ελάττωση της φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία του οργανισμού («πάσχει από γενική εξάντληση»)
αρχ.
καταιόνηση, ντους, βλ. εξάντλημα.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο