εξάντληση
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
η (AM ἐξάντλησις) εξαντλώ
η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα
νεοελλ.
1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα
(«εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.)
2. ελάττωση της φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία του οργανισμού («πάσχει από γενική εξάντληση»)
αρχ.
καταιόνηση, ντους, βλ. εξάντλημα.