Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξάντληση

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η (AM ἐξάντλησις) εξαντλώ
η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα
νεοελλ.
1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα
εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.)
2. ελάττωση της φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία του οργανισμού («πάσχει από γενική εξάντληση»)
αρχ.
καταιόνηση, ντους, βλ. εξάντλημα.