ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
ἐξαποπέμπω (Μ)αποπέμπω βιαίως, διώχνω εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποπέμπω «διώχνω»].