εξεγγυώ
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
ἐξεγγυῶ, -άω (Α) [εγγυώ[
1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί
2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση.