νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
-ή, -ό εξευτελιστής1. ταπεινωτικός («εξευτελιστικό επάγγελμα»)2. υποτιμημένος υπερβολικά («εξευτελιστική τιμή»).