εξαχρειώνω
From LSJ
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
Greek Monolingual
και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) αχρειώ
καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω
νεοελλ.
εξευτελίζω.
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) αχρειώ
καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρω
νεοελλ.
εξευτελίζω.