Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α)
1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν»)
2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια
3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»].