ενυδάτωση
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
η
1. χημ. εισαγωγή νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας ένωσης
2. (για καλλυντικό) αύξηση της ποσότητας νερού στα κύτταρα του δέρματος.