εξάρτιση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

η (AM ἐξάρτισις) εξαρτίζω
μσν.- νεοελλ.
εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου
μσν.
τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία
αρχ.
(για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή.