εξάρτιση
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
η (AM ἐξάρτισις) εξαρτίζω
μσν.- νεοελλ.
εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου
μσν.
τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία
αρχ.
(για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή.