εξευτελισμός

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

ο (AM ἐξευτελισμός) εξευτελίζω
το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια της αξίας («ο εξευτελισμός του νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.).