επαγωγικός
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.