επεμπίπτω
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
Greek Monolingual
ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.