Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
ἐπίκοτος, -ον (Α)
1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)
2. μισητός, απεχθής.
επίρρ...
ἐπικότως
με οργή, θυμωμένα, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].