επικρεμώ
Greek Monolingual
(AM ἐπικρεμῶ, -άω
Α και ἐπικρεμάννυμι)
1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον
2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι
κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος»)
αρχ.-μσν.
μέσ. βρίσκομαι επάνω από κάτι, σε υψηλή και απότομη θέση («οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ»).