δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐπίνικος, -ον (AM) νίκητο αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικοςύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)αρχ.ο επινίκιος.